- ἐμφύλιον
- ἐμφύλιοςmasc/fem acc sgἐμφύλιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MUTILANDI occisos mos — Veteribus usitatus, memoratur Lycophroni Cassandrâ, Πάντας δ᾿ ἀνάγνοις χερσὶν εν ναῷ κτενεῖ, Λώβαισιν αἰκιςθέντας ὀγκαίου βόθρου. Omnesque cruda caedet in sacris manis Cereris favissis saucios crudeliter. Uti Scaliger reddit; Meursius mavult… … Hofmann J. Lexicon universale
εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
επιμίγνυμι — ἐπιμίγνυμι και ἐπιμιγνύω (Α) [μίγνυμι] 1. αναμιγνύω, ανακατώνω («ἐμφύλιον αἶμα ἐπέμιξε θνητοῑς», Πίνδ.) 2. έρχομαι σε σχέσεις, επικοινωνώ («τῆς γὰρ ἐμπορίας οὐκ οὔσης οὐδ’ ἐπιμιγνύντες ἀδεῶς ἀλλήλοις», Θουκ.) 3. συναντώ («ἐπεμείγνυντο τοῑς παρὰ… … Dictionary of Greek
ιδρύω — (ΑΜ ἱδρύω) (ενεργ. και μέσ.) οικοδομώ, κτίζω («ο ναός ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα» β. «ἱδρύσαντο ὑπὸ τῇ ἀκροπόλι Πανὸς ἱρόν», Ηρόδ.) νεοελλ. συνιστώ, συγκροτώ («ιδρύω πολιτικό κόμμα») αρχ. 1. πείθω κάποιον να παραμείνει, να εγκατασταθεί («αὑτός τε… … Dictionary of Greek